- ερπηστής
- ο (Α ἑρπηστής) [έρπω]νεοελλ.γένος σαρκοφάγων θηλαστικών τής οικογένειας τών βιβεριδών, μαγκούστααρχ.1. το ερπετό2. «ἑρπηστής μῡς» — το ποντίκι3. νηματόζωο τής Μεδίνης4. ως επίθ. αυτός που έρπει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑρπηστής — guinea worm masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπησταῖς — ἑρπηστής guinea worm masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπησταί — ἑρπηστής guinea worm masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπηστοῦ — ἑρπηστής guinea worm masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπηστᾶο — ἑρπηστής guinea worm masc gen sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπηστήν — ἑρπηστής guinea worm masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπηστῶν — ἑρπηστής guinea worm masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπηστάν — ἑρπηστά̱ν , ἑρπηστής guinea worm masc acc sg (epic doric aeolic) ἑρπηστής guinea worm masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπηστάς — ἑρπηστά̱ς , ἑρπηστής guinea worm masc acc pl ἑρπηστά̱ς , ἑρπηστής guinea worm masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρπω — και σέρπω (Α ἕρπω) προχωρώ σερνόμενος με την κοιλιά πάνω στο έδαφος ή στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατα νεοελλ. 1. ταπεινώνομαι μπροστά σε ισχυρούς, φέρομαι δουλικά, τούς κολακεύω χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς 2. (για φύλλα… … Dictionary of Greek